- ορειχαλκόσκονη
- ησκόνη ορειχάλκου, κασσιτέρου και συνηθέστερα ψευδαργύρου, η οποία παράγεται χημικώς ή μηχανικώς με θρυμματισμό και κονιοποίηση και χρησιμοποιείται σε επιχρυσώσεις, αντί τής σκόνης χρυσού, στη βιβλιοδεσία, στη διακοσμητική, σε γύψινα και άλλα αντικείμενα.
Dictionary of Greek. 2013.